ακόρυφος

ακόρυφος
η , ο [ος , ον ] не имеющий верха, верхушки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακόρυφος" в других словарях:

  • ἀκόρυφος — without top masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόρυφος — η, ο (Α ἀκόρυφος, ον) [κορυφή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αρχή «ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.) 2. ο αναρίθμητος …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»